- πολύβοσκος
- πολῠβοσκος, -ον1 productive
πολύβοσκον γαῖαν ἀνθρώποισι καὶ εὔφρονα μήλοις O. 7.63
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
πολύβοσκον γαῖαν ἀνθρώποισι καὶ εὔφρονα μήλοις O. 7.63
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
πολύβοσκος — ον, Α 1. αυτός που παρέχει πολλή βοσκή 2. αυτός που παρέχει βοσκή σε πολλούς 3. αυτός στον οποίο βόσκουν πολλοί, αυτός που τρέφει πολλούς («πολύβοσκος γαῖα», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βοσκος (< βοσκός), πρβλ. κραιπαλό βοσκος] … Dictionary of Greek
πολύβοσκον — πολύβοσκος much nourishing masc/fem acc sg πολύβοσκος much nourishing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυθερής — ές, Α (για ζώα) αυτός που τρέφει πολλούς, πολύβοσκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θερής (< θέρος, τό), πρβλ. βου θερής] … Dictionary of Greek